Τα ΜΜΕ είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά εργαλεία για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης, και είναι βασικά όργανα ηλιθιοποίησης που χρησιμοποιούνται σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας στο συμφέρον του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτό που αποκαλούν “τρομοκρατία” είναι πράξεις βίας ενάντια σε ανθρώπους ή πράγματα, για τις οποίες η ευθύνη δεν αναλαμβάνεται από κράτη που να θεωρούν νόμιμα.
Δεν περιγράφουν ως τρομοκρατία:
Τίποτα δεν είναι πιο “φυσικό” για αυτό το σύστημα από το ότι εκατομμύρια ανθρώπων τρομοκρατούνται μέχρι λιμοκτονίας από δυνάμεις καταστολής, αποστερημένοι από την δύναμη να βάλουν τα χέρια τους στα μέσα συντήρησης. Τίποτα δεν είναι πιο “φυσικό” για αυτή την τρομοκρατική κοινωνία από το γεγονός ότι η κανιβαλιστική εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε μαχόμενους προλετάριους είναι τόσο αποτελεσματική που ο αριθμός των “εξαφανισμένων” στην Λατινική Αμερική μόνο πλησιάζει τους εκατό χιλιάδες και ο αριθμός των βασανισμένων και φυλακισμένων ανθρώπων στον κόσμο μπορεί να μετρηθεί κατά εκατομμύρια. Τίποτα δεν είναι πιο “φυσικό” για το κεφάλαιο από το γεγονός ότι η βασική βιομηχανία στον πλανήτη είναι η παραγωγή των μέσων μαζικής τρομοκρατίας, θανάτου και καταστροφής, ενώ η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν έχει τίποτα για να ζήσει. Τίποτα δεν είναι πιο “φυσικό” για την επίσημη δημοκρατική τρομοκρατία που υπάρχει παντού από το ότι η υπεράσπιση των νόμων της σημαίνει χρόνια φυλάκισης, βασανιστήρια ή θάνατος για αυτούς που κάνουν κάτι ενάντια στην άγια ιδιοκτησία της ή στην εθνική οικονομία της αρπάζοντας αυτά που χρειάζονται, παραλύοντας την παραγωγή ή που οργανώνονται ενάντια στο δικαίωμα για εργασία, οργανώνοντας για παράδειγμα διαδηλώσεις ή επιθέσεις σε απεργοσπάστες.
Ο πολίτης, αποδέχτης και παραγωγός αυτής της κοινωνικής “φυσικότητας”, υπερασπιστής των νόμων και της δημοκρατίας της εθνικής οικονομίας, είναι επομένως προετοιμασμένος να κάνει ένα ακόμη βήμα μαζί με το αναπόφευκτο μονοπάτι που ακολουθεί η μοντέρνα κοινωνία. Να είσαι πολίτης οδηγεί στην συμμετοχή της εθνικής κινητοποίησης για την υπεράσπιση της κρατικής τρομοκρατίας, συνεργασία και πληροφόρηση, και του καπιταλιστικού πολέμου.
Κατά την διάρκεια της καπιταλιστικής περιόδου, έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές ιδεολογικές μορφές για την ενδυνάμωση της βασικής προόδου του Κράτους προς την γενικευμένη τρομοκρατία: η υπεράσπιση του πολιτισμού, ο αγώνας για τον σοσιαλισμό και την δημοκρατία, ενάντια στον φασισμό ή τον κομμουνισμό, ενάντια στο χάος και την αταξία…Αλλά η καλύτερη, η πιο κατάλληλη μορφή, για την αρχή του μονοπωλίου βίας του δημοκρατικού κράτους, είναι άμεση επίθεση σε κάθε αμφισβήτηση αυτού του μονοπωλίου, κάθε βίαιας αντίθεσης στην κρατική τρομοκρατία. Η ακμή και η καθαρότερη μορφή δημοκρατίας είναι το ολικό της πολιτικό μονοπώλιο, το κράτος ελεύθερο από όλους τους εχθρούς του. Αυτό είναι το κλειδί όλου του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος. (1)
Γι’ αυτό η αντιτρομοκρατία είναι η κατ’ εξοχήν ιδεολογία του τρομοκρατικού κράτους, αν και παρ’ όλα ταύτα πρέπει να σερβιριστεί αναμειγμένη με άλλες αξίες που είναι κατάλληλες σε όλα τα κράτη (δημοκρατία), ή ιδιαίτερα στο καθένα, όπως η υπεράσπιση της Ισλαμικής επανάστασης, ή του ελεύθερο κόσμου, του σοσιαλισμού ή της εθνικής απελευθέρωσης. Κάθε αντιτρομοκρατική καμπάνια, άσχετα από που προέρχεται, εξυπηρετεί την διατήρηση και την ενδυνάμωση της Κρατικής τρομοκρατίας και μεταμορφώνει τους υποκινητές της, αδιάφορα από την πρόθεσή της, σε αντικειμενικούς πράκτορες της κρατικής τρομοκρατίας.
Η διεθνής κρίση αναγκάζει το κεφάλαιο να επιβάλλει βίαια την λιτότητα και την προετοιμασία για τον πόλεμο. Σε αυτή την κατάσταση, η οικουμενική ενδυνάμωση της κρατικής τρομοκρατίας εκφράζεται γύρω από τρεις βασικές τάσεις που είναι ενωμένες από μία αδιαίρετη συνάφεια:
1. Μία γενική τάση, ειδικά μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, να τρομοκρατούν τους πληθυσμούς τους με έναν ασαφή, τερατώδη εχθρό: “Διεθνής Τρομοκρατία”. Πίσω από αυτή την τρομοκρατική τάση κρύβεται μία προσπάθεια κινητοποίησης του πληθυσμού σε τοπικούς πολέμους στους οποίους “εμπλέκεται” το κράτος τους. Αυτό εκφράζεται συγκεκριμένα:
Όπως έχουμε πει συχνά, ενάντια σε αυτή την τρομοκρατική κοινωνία, ενάντια στην γενικευμένη κρατική τρομοκρατία, η απελευθερωτική βία του προλεταριάτου δεν είναι μία επιλογή ανάμεσα σε άλλες αλλά μια αναγκαιότητα. Και όχι μόνο με την λογική ότι χωρίς αυτή η βαρβαρότητα αυτής της κοινωνίας δεν θα είχε όρια, ούτε με την λογική ότι είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει αυτή η ατελείωτη βαρβαρότητα, αλλά επίσης επειδή είναι αναπόφευκτο, ότι η βία του καταπιεστή προκαθορίζει και σπρώχνει την ανάπτυξη της επαναστατικής βίας. (3)
Είναι αυτό το τελευταίο σημείο που αντιπαραβάλλει την οπτική μας θέση σε αυτή του ρεφορμισμού.
Στην πραγματικότητα οι “τρομοκράτες” της ορολογίας του Λένιν και του Πλεχάνοφ (4), εκφράσεις της αριστεράς πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας, επίσης αναγνώρισαν την αναγκαιότητα ενός βίαιου αγώνα ενάντια στο κράτος. Αλλά για αυτούς τους δύο, ο βίαιος προλεταριακός αγώνας ενάντια στο κράτος δεν ήταν ένα αναπόφευκτο προϊόν της κοινωνίας και του καθημερινού αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο, αλλά κάτι που θα έπρεπε να εισαχθεί από τα έξω. Για την σοσιαλδημοκρατία το βασικό ζήτημα είναι η συνείδηση, για την τρομοκρατική ιδεολογία, το ζήτημα η παραδειγματική δράση. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ένα ζήτημα εισαγωγής από τα έξω με μέσα δράσης την δύναμη της θέλησης, την ανάγκη για βίαιη πολιτική δράση ενάντια στο κράτος. Για μας, αυτό είναι ιδεαλισμός, βολονταρισμός.
Όσον αφορά εμάς, η προλεταριακή τρομοκρατία, η τρομοκρατία του καταπιεσμένου, δεν είναι αποτέλεσμα καμίας εξωτερικής θέλησης, συνείδησης που εισάγεται στην τάξη από τα έξω, ή κάποιας μορφής συνομωσίας, εξωτερικού πράκτορα, προβοκάτορα ή χειραγωγού. Με άλλα λόγια, κάποιας ιδεώδης (που να έχει κατασκευαστεί από ιδέες) μεσολάβησης. Αντιθέτως, είναι η αναπόφευκτη υλική αντίδραση ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση: στην δικτατορία της αστικής τάξης. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο αναλύσεις της κοινωνικής πραγματικότητας υπάρχει ένα ταξικό όριο. Η σοσιαλδημοκρατική/τρομοκρατική εξήγηση είναι αναπόφευκτα ιδεαλιστική και βολονταριστική – η δική μας βασίζεται στην διαλεκτική υλιστική εξέλιξη της κοινωνίας.
Επιπλέον: η επανάσταση δεν περιέχει ούτε την βία ούτε την τρομοκρατία αλλά την κατάργησή τους’ όχι την εξόντωση αυτού ή εκείνου του πράκτορα της βίας, αλλά τα θεμέλια μίας κοινωνίας που βασίζεται στην βία και την τρομοκρατία. Εάν το προλεταριάτο οδηγείται στο να υιοθετήσει την χρήση βίας ενάντια σε αυτή την κοινωνία και όλων των πρακτόρων της, δεν είναι επειδή είναι μία θετική έκφραση της βίας, αλλά μάλλον, επειδή είναι ο αρνητικός πόλος αυτής της κοινωνίας, ενάντια στον οποίο, στην τελική, κατευθύνεται όλη η βία. Ως ο καταστροφικός πόλος αυτής της κοινωνίας, η ενεργός άρνηση, δεν μπορεί να βοηθήσει την γενικευμένη ιδρυματοποιημένη βία αλλά να της αντιταχθεί. Η συγκέντρωσή του σε μία βίαιη δύναμη προς τον σκοπό της εγκαθίδρυσης της ταξικής δικτατορίας του δεν είναι παρά η ανάπτυξη αυτής της ενεργούς άρνησης, στην οποία όλες οι συνθήκες για την βία και όλες οι μορφές της καθορίζονται αρνητικά, και ως αρνήσεις, από την βία αυτής της κοινωνίας (5). Γι’ αυτό τίποτα δεν είναι πιο παράλογο από το να υποκρινόμαστε ότι η ταξική βία προέρχεται από επαναστάτες ή ότι η λειτουργία τους είναι να την δημιουργήσουν ή να την εισάγουν. Οι επαναστάτες δεν “φτιάχνουν” βία όπως ακριβώς δεν “χτίζουν” το επαναστατικό κόμμα. Δεν “φτιάχνουν” επαναστάσεις.
Απεναντίας, η λειτουργία τους είναι να δρουν ως τα πιο αποφασισμένα στοιχεία σε αυτή την αναπόφευκτη διαδικασία που γεννά αυθόρμητα αυτή η κοινωνία, με άλλα λόγια να αναλάβουν στην πράξη την ηγεσία του Κόμματος και της επανάστασης.
Να το πούμε ξανά, ξεκάθαρα και ρητά: οι κομμουνιστικές ενέργειες λόγο θέλησης δεν στοχεύουν στο να φέρουν την βία στην τάξη, αλλά να οδηγήσουν την ταξική βία προς το σωστό αντικειμενικό στόχο του κινήματος. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να συντομεύσουν οι αγωνίες θανάτου αυτής της κοινωνίας και οι πόνοι του τοκετού της επόμενης. Δρουν ακριβώς έτσι ώστε η τεράστια επαναστατική ενέργεια που παράγει αυτή η κοινωνία μέσα στο προλεταριάτο δεν θα διασκορπιστεί σε χιλιάδες λιγότερο ή περισσότερο διαχωρισμένες πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, κάποιες εκ των οποίων αποδυναμώνουν κιόλας το κίνημα, χωρίς μία συνολική στρατηγική. Δρουν με αυτό τον τρόπο για να οργανώσουν την κόκκινη τρομοκρατία σε μία κατεύθυνση προς την εξέγερση και την ταξική δικτατορία, με σκοπό να αποτρέψουν την συνεχή σφαγή που απορρέει από έναν πόλεμο χωρίς ηγεσία.
Εδώ βρίσκουμε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν τίθεται ζήτημα να κάνουμε παραχωρήσεις στην σοσιαλδημοκρατική “κινηματική” ιδεολογία που οδηγεί στην ταξινόμηση της βίας σε, από την μία πλευρά, μία μειοψηφική ή ατομική βία, και από την άλλη πλευρά, και σε αντίθεση με την πρώτη, σε συλλογική ταξική βία. Η ατομική βία είναι επίσης ταξική βία, και δεν υπάρχει ούτε μία πράξη σε αυτή την κοινωνία που να μην είναι στιγματισμένη από τις τάξεις. Η δολοφονία ενός αφεντικού, μία άγρια απεργία, μία διαδήλωση που αγωνίζεται ενάντια στους απεργοσπάστες, - όλες οι τρομοκρατικές πράξεις κατεξοχήν (6) – μπορούν να ξεχωρίσουν και να αντιτεθούν σε όλες τις πράξεις της κρατικής ή παρακρατικής τρομοκρατίας (ρεφορμιστικές ομάδες με μία ιδεολογία περί “τρομοκρατίας”).
Πολλές από αυτές τις πράξεις μπορεί να μην ανταποκρίνονται στα γενικά συμφέροντα του κινήματος, μπορεί να είναι ακατάλληλες από άποψη τακτικής ή να οδηγούν σε αδιέξοδο. Αυτό είναι αναπόφευκτο λόγο των συνθηκών μέσα στις οποίες είναι αναγκασμένο το προλεταριάτο να αναπτύξει την βία του. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, ο εκμεταλλευόμενος βρίσκεται άγρια πιεσμένος, στριμωγμένος, και καταπιέζεται πέρα από τις ανοχές του...και η οργή της απελευθέρωσης εκφράζεται γενικά χωρίς τακτικές μελέτες. Για αυτό το λόγο, οι επαναστάτες δεν εκτελούν, δεν στηρίζουν ή προωθούν καμία ατομική δράση ακόμα και αν την αναγνωρίζουν ως ανήκων στην δικιά τους τάξη. Οι επαναστάτες μπορεί να είναι υπέρ ή ολικά κατά της σκοπιμότητας και του νοήματος μίας πράξης. Αλλά επειδή δεν καταδικάζουν μία πράξη και ούτε χειροκροτούν την καταστολή, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αδιάφοροι. Προσφέρουν έμπρακτη αλληλεγγύη ενάντια στην κρατική καταστολή, και παράλληλα υπερασπίζονται τους γενικούς στόχους του κινήματος προσπαθώντας να συγκεντρώσουν όλες αυτές τις δυνάμεις που εκρήγνυνται μέσα από τις τρύπες του συστήματος, μερικές φορές ανόητα και παράλογα, και να τις οδηγήσουν προς πραγματικούς στόχους: στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το καπιταλιστικό κράτος.
Εάν η βία εξαρτιόταν από την συνείδηση που παράγει, όπως προσποιούνται οι σοσιαλδημοκράτες, θα ήταν πολύ απλά τα πράγματα. Μόνο η βία που θα είχε παραχθεί συνειδητά από το “επαναστατικό κόμμα” θα ήταν προλεταριακή, όλες οι πράξεις ατόμων ή απομονωμένων ομάδων θα ήταν αστικές ή “μικροαστικές”, και η σωστή τοποθέτηση θα ήταν η καταδίκη τους. Αυτή η τοποθέτηση ήταν αυτή που πάντα υποστηριζόταν από την σοσιαλδημοκρατία και συνεχίζει να οδηγεί πολλές λεγόμενες επαναστατικές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων της “κομμουνιστικής αριστεράς”) στο να χειροκροτούν την δουλειά των πρακτόρων του κράτους. Αυτή ήταν η θέση όλης της σοσιαλδημοκρατίας, του Σταλινισμού και του Τροτσκισμού όταν ο van der Lubbe έκαψε το Reichstag (κοινοβούλιο) στην Γερμανία (7). H θέση αυτή είναι από την αρχή ως το τέλος σε συνάφεια με την βολονταριστική οπτική, και σε τελική ανάλυση, με την αστυνομική οπτική, κοινή σε όλη την αστική τάξη και όλα τα κράτη, που είναι ανίκανα να καταλάβουν την αναπόφευκτη άνοδο ανεξέλεγκτων εκφράσεων της προλεταριακής βίας και συνεπώς πάντα προσπαθούν να βρουν τους “υποκινητές” από πίσω τους.
Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο πολύπλοκη, ακριβώς επειδή η προλεταριακή βία στις στοιχειώδης μορφές της, πριν οργανωθεί και δομηθεί, “εκφράζεται” με όλους τους τρόπους και τις μορφές, και εκρήγνυται σε πολλαπλές τοποθεσίες. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς (που ποτέ δεν ήταν υποστηρικτές ή απολογητές της εκδίκησης, ατομικών δολοφονιών, τοποθέτησης βομβών σε δημόσια μέρη, κτλ.) αναγνώριζαν σε τέτοιου είδους πράγματα τον ταξικό πόλεμο. Για παράδειγμα ο Ένγκελς, αφού έφτιαξε μία λίστα με μία σειρά από πράξεις αυτού του είδους, είπε:
“Έχουν γίνει έξι επιθέσεις σε τέσσερις μήνες και όλες τους έχουν σαν κοινό αίτιο την οργή των εργατών ενάντια στους εκμεταλλευτές. Αυτές οι πράξεις βίας δείχνουν ότι ο ταξικός πόλεμος κηρύχτηκε και ότι ο αγώνας γίνεται ανοικτά και δημοσίως.”
Στον σημερινό κόσμο, υπάρχουν χιλιάδες παραδείγματα αυτού του είδους απεγνωσμένης στοιχειώδους πάλης ενάντια στο κεφάλαιο χωρίς συντονισμένη στρατηγική (όπως μία απεργία που δεν προσπαθεί να γενικευτεί και της οποίας οι συμμέτοχοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτή είναι μία αντιπαράθεση με όλο το κράτος). Και παρόλο που αυτές οι πράξεις και σε περιεχόμενο και σε μορφή είναι προλεταριακές και αντιτάσσονται ξεκάθαρα σε αυτές του κράτους και των πρακτόρων του, το προλεταριάτο δεν τις αναγνωρίζει ως τέτοιες και αποτυγχάνει να κάνει την διάκριση ανάμεσα σε αυτές και σε ατομικές τρομοκρατικές ενέργειες που γίνονται από διάφορες ομάδες ή πράκτορες της αστικής τάξης.
Αυτή η αντικειμενική και αναπόφευκτη φάση της τωρινής περιόδου, όταν το προλεταριάτο είναι ατομικοποιημένο και ανίκανο να δει τον εαυτό του ως διεθνής τάξη και συνεπώς είναι ανίκανο να συγκροτηθεί ως τέτοια, διευκολύνει κατά πολύ την κρατική πολιτική του “αμαλγάματος” και την ενίσχυση της τρομοκρατικής αντιτρομοκρατικής καμπάνιας του.
Όμως, ξεκαθαρίζουμε ότι δεν λέμε ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες μεμονωμένων προλετάριων ή ομάδων επιτρέπουν την ενδυνάμωση του κράτους όπως κάνουν όλες οι πασιφιστικές ομάδες. Αντιθέτως, ΛΕΜΕ ότι η γενικευμένη αποσύνθεση της κοινωνίας και η εκρηκτική ανάπτυξη όλων των αντιθέσεών της, που αναπόφευκτα οδηγεί στην τρομοκρατική ενδυνάμωση του κράτους, συνεχίζει να προοδεύει επειδή το προλεταριάτο δεν δρα ως επαναστατική δύναμη (το μόνο όριο για αυτή την τάση), και η έκφραση αυτής της γενικής σύγχυσης μέσα στο προλεταριάτο το αποτρέπει από το να δει την διαφορά μεταξύ της δικιάς του βίας και του εχθρού του και επιτρέπει στο κράτος να χρησιμοποιήσει την τεχνική του, του αμαλγάματος, και να ενδυναμώσει την αντιτρομοκρατική καμπάνια του με το χειροκρότημα και την συνεργασία ενός πλήθους από εξατομικευμένους προλετάριους (8).
Σε σχέση με αυτό, δεν φτάνει να μιλάμε για αναπόφευκτες υλικές συνθήκες, ή για πραγματικές συμπτώσεις που κάνουν την αντιτρομοκρατική καμπάνια εφικτή και αξιόπιστη. Είναι αναγκαίο να συζητήσουμε τις σκόπιμες, συνειδητές ενέργειες της κρατικής αστυνομίας που έχουν ως στόχο να πραγματοποιήσουν αυτό το αμάλγαμα. Αν και δεν έχουμε μία αστυνομική οπτική της ιστορίας, γνωρίζουμε ότι η αστυνομία συμμετέχει στην ιστορία. Θα ήμασταν τυφλοί αν δεν αναγνωρίζαμε τις συνειδητές, σκόπιμες ενέργειες χειραγώγησης, τις άμεσες παρεμβάσεις του κράτους για να δώσει αξιοπιστία στην γενική του στρατηγική της καταστολής, της σύγχυσης και του αμαλγάματος. Επιπλέον, είναι φανερό ότι όπου εμπλέκονται τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα ιστορικά διδάγματα που έχει βγάλει από τις εμπειρίες της, δρα με έναν πιο συγκεντρωτικό, συνειδητό αστυνομικό τρόπο απ’ αυτό που κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί. Για παράδειγμα οι “ομάδες θανάτου”, οπουδήποτε δουλεύουν ή έχουν δουλέψει, είναι μία γενική απαίτηση του κράτους και θα είχαν δημιουργηθεί σε κάθε περίπτωση από κάποια φράξια του κεφαλαίου. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτή η γενική ανάγκη έχει ικανοποιηθεί συνειδητά και στα φανερά από τον κεντρικό μηχανισμό του κράτους. Αν και πρέπει να αποφύγουμε τον κίνδυνο του να πέσουμε σε μία αστυνομική οπτική της ιστορίας, δεν πρέπει επίσης να υποκύψουμε στην ιδέα ότι οι “ομάδες θανάτου” οργανώθηκαν από ανεξέλεγκτα, αυτόνομα σώματα ή από την διάσημη “άκρα δεξιά”. Στην πραγματικότητα, σε κάθε περίπτωση, οργανώθηκαν από όλο το κράτος και συγκεκριμένα από την κυβέρνηση, τους υπουργούς, από στρατηγούς και ανώτερους αξιωματούχους.
Γνωρίζοντας την γενική αδυναμία του προλεταριάτου στο να δράσει ως τάξη, ως μία ανεξάρτητη δύναμη, το πρώτο πράγμα που βοηθάει την τεχνική αμαλγάματος του κράτους είναι η τυπική σύμπτωση ανάμεσα στο τι βλέπει το προλεταριάτο λιγότερο ή περισσότερο συγχυσμένα ως εχθρό του, και ορισμένες φορές επιτίθεται, ατομικά ή σε μικρές ομάδες, και στους στόχους εθνικιστικών ομάδων, Σταλινικών, ψευτοεπαναστατών και ψευτοκομμουνιστών (9): μερικά τμήματα του κράτους, εργοστάσια ή άλλα ιδρύματα, κάποια μη δημοφιλή αφεντικά συγκεκριμένα. Εάν αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι ενέργειες, απέχοντας από το να συνεισφέρουν στο κίνημα, το αποδιοργανώνουν (ο στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι να δείξει την αποδιοργάνωση και την παθητικότητα που παράγεται από τον θεαματικό υποδειγματικό ακτιβισμό), είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι αυτού του είδους ενέργειες, που προσπαθούν να πείσουν τους προλετάριους να γίνουν τροφή για κανόνια σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, επιτρέπουν τα κεντρικά όργανα του κράτους (10) (και επαναλαμβάνουμε, βλέποντας την ανικανότητα του προλεταριάτου να βάλει μπροστά με την οπτική όλου του πληθυσμού μία ξεκάθαρα αυτόνομη πολιτική γραμμή) να κάνει μία μίξη κάθε ενέργειας προλεταριακής αντίστασης με τις ενέργειες αστικών ομάδων. Η καταστολή που ακολουθεί, βασισμένη σε αυτή τη μίξη, δεν επιτρέπει μόνο στο κράτος να παρουσιάσει την οπτική του γενικά και σε κάθε περίπτωση, αλλά επίσης εξατμίζει τα λίγα τμήματα προλεταριακής αυτονομίας που πήγαν να αναδυθούν: φυσική εξόντωση, φυλάκιση...και αυτοί που αποδρούν είναι απομονωμένοι και δυσκολεύονται να αποφύγουν το τέλμα του αντιπολιτευόμενου εθνικισμού (11).
Όταν λαμβάνουμε υπ’ όψιν την ολική απουσία οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των προγραμμάτων των εθνικιστών και των κυβερνήσεών τους, μπορούμε να δούμε πόσο εύκολο είναι να διεισδύσει κανείς και να τους χειραγωγήσει προς τους κεντρικούς στόχους του κράτους και ακόμη προς την ιδέα της συνεργασίας (12). Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κεντρικές κατασταλτικές δυνάμεις μπορούν ακόμη και να τους επιτρέψουν να δουλέψουν μέσα στα γενικά συμφέροντα του κράτους ενάντια σε τάσεις προλεταριακής αυτονομίας. Αλλά μερικές φορές όλα αυτά δεν ικανοποιούν τον κεντρικό μηχανισμό του κράτους, την αστική φράξια που ελέγχει την κυβέρνηση. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα της φράξιας τους και τα γενικά ταξικά τους συμφέροντα τους οδηγούν όχι μόνο στην χρηματοδότηση, στην υποστήριξη και στην παροχή συμβολικής βοήθειας, αλλά ακόμη και στην οργάνωση “τρομοκρατικών” ενεργειών (13) ενάντια σε μία άλλη αστική φράξια ή, πιο πιθανά, ενάντια στο προλεταριάτο για να το τρομοκρατήσουν ως την υποστήριξη της γενικής κατασταλτικής πολιτικής τους. Είναι γνωστό, αλλά όχι αρκετά κατά την γνώμη μας, ότι οι μυστικές υπηρεσίες των μεγάλων δυνάμεων – όπως η CIA και η KGB – συμμετέχουν συστηματικά όχι μόνο στην δημιουργία ψευδο-παρα-αστυνομικών οργανώσεων, αλλά επίσης σε άμεσες βιαιοπραγίες και ένοπλες ενέργειες ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ταξικό εχθρό. Δεν χάνουμε τον ύπνο μας με τις διαδοχικές προσπάθειες της CIA να ξεφορτωθεί τον Φιντέλ Κάστρο ή με την συστηματική σειρά ατυχημάτων που ξέκαναν άτομα σαν τον Torrijos ή τον Samora Machel. Αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Με τον ίδιο τρόπο, δεν πιστεύουμε την ιστορία που μας λένε ότι ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε λόγο της εκτέλεσης στο Σεράγεβο.
Αυτό που έχει σημασία για μας είναι οι άμεσες επιθέσεις εναντίων της τάξης μας, και αυτό που κατορθώνουν να κάνουν οι εχθροί μας: να κινητοποιήσουν την τάξη μας για συμφέροντα που δεν είναι δικά της πάνω στην βάση μίας ατελείωτης διαδοχής βιαιοπραγιών κεντρικά οργανωμένων από τις διάφορες εθνικές εκφράσεις του παγκόσμιου κράτους.
Οι ειδήσεις στις μέρες μας είναι γεμάτες από αποκαλύψεις για την άμεση εμπλοκή του κεντρικού μηχανισμού του κράτους σε τρομοκρατικές ενέργειες σε όλο τον κόσμο. Είναι αδύνατο να τις απαριθμήσεις επαρκώς. Και πάνω απ’ όλα, δεν έχουμε και ούτε χρειαζόμαστε, όλες τις λεπτομέρειες για την πολυπλοκότητα των νομιμοποιημένων εγκληματικών συνομωσιών που απαρτίζουν τις κυβερνήσεις. Αλλά μπορούμε να δώσουμε μερικά παραδείγματα. Ο αντι-τρομοκράτης Μιττεράν, και όλη η σοσιαλιστική κυβέρνηση, σχεδίασε την επίθεση εναντίων της Greenpeace έως και την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Ο αντι-τρομοκράτης Ρέιγκαν δεν ικανοποιήθηκε με την παροχή συμβολικής και οικονομικής βοήθειας στους αντάρτες της Νικαράγουα, αλλά υποστήριξε και το τέλειο μικρό εγχειρίδιο του σαμποτέρ που εκδόθηκε από hit enemies. Το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος οργάνωσε τον βομβαρδισμό δύο μεγάλων πόλεων της Λιβύης είναι συναφές με το γεγονός ότι υπερασπίζετε την αντι-τρομοκρατία. Το Ισραήλ προηγήθηκε του Ρέιγκαν σε αυτό το τερραίν. Ο βομβαρδισμός μίας πόλης δεν θεωρείτε γεγονός ή πόλεμος από την πουτάνα την Δυτική κοινή γνώμη, αλλά απλά μία αντι-τρομοκρατική ενέργεια. Ο βομβαρδισμός μερικών πόστων της PLO στην Τυνησία (και ποιός μπορεί να πει ότι βομβάρδισαν μόνο την PLO;) πραγματοποιήθηκε με τις ευλογίες όλων. Μία βόμβα που σκότωσε μία χούφτα στρατιώτες που φρουρούσαν την στρατιωτική παρουσία και την εξουσία του ιμπεριαλιστικού μπλοκ των Ηνωμένων Πολιτειών είναι τρομοκρατία – ο βομβαρδισμός μίας πόλης ως απάντηση δεν είναι, είναι αντι-τρομοκρατία. Όλα τα διεθνή κανάλια της παραπληροφόρησης μας βομβαρδίζουν με αυτές τις ανοησίες. Και φυσικά, στο άλλο μπλοκ, είναι το ίδιο μήνυμα από την ανάποδη! Είναι τόσο αναίσθητο και παράλογο που φαίνεται αδύνατο να το πιστέψει κανείς, και όμως το πιστεύουν! Τα ΜΜΕ είναι απίστευτα καλά σε τέτοιες δουλειές: λένε ότι τους πουν. Στην Δύση λένε ότι οι μυστικές φιγούρες πίσω από την τρομοκρατία είναι η Λιβανική, η Ιρανή και Συριανή κυβέρνηση.
Αλλά σήμερα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι Ιρανοί τρομοκράτες ηγέτες οπλίζονται ανεπισήμως από τις ΗΠΑ, τους ηγέτες της Δυτικής Χριστιανικής αντι-τρομοκρατίας, με τις ρητές διαταγές του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Αλλά την ίδια στιγμή, παρόλο που τα κεφάλια της Συριανής τρομοκρατίας οπλίζονται από το Γαλλικό κράτος (εμπλέκονται αρκετά οικονομικά συμφέροντα), το τελευταίο δεν αποδέχεται την οπτική του Βρετανικού κράτους. Και δεν σταματάει εκεί. Ο ηγέτης της Γαλλικής κυβέρνησης, που ήταν στην διεύθυνση κατά την διάρκεια της δεύτερου σκέλους της αντι-τρομοκρατικής καμπάνιας (το πρώτο ξεκίνησε από το Μιττεράν στις αρχές της θητείας του), δεν έχασε καμία ευκαιρία και χρησιμοποίησε κάθε τρικ που υπάρχει στο βιβλίο του πολιτικού αμαλγάματος, με την υποστήριξη ειδικών νόμων.
Για παράδειγμα, ξεκίνησε με μία γενική πολιτική προκλήσεων, φυλακίσεων και ανακρίσεων αγωνιζόμενων προλετάριων – ειδικά ενάντια στην ομάδα μας – με την δικαιολογία μίας “βιαιοπραγίας” που ποτέ δεν είχε γίνει, αλλά που τα ΜΜΕ μεταχειρίζονταν σαν τετελεσμένο γεγονός. Επίμονα υπερασπίστηκε στρατιωτικές και εμπορικές σχέσεις με την Συρία και άλλες χώρες τις Μέσης Ανατολής και έπειτα, μετά από πολύ σπέκουλα πάνω στο τελευταίο ρεύμα εξαιρετικών εγκληματικών βιαιοπραγιών, ανακοίνωσε ότι είχε οργανωθεί από τις Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Δεν αμφιβάλουμε ότι αυτό είναι δυνατό, και δεν αμφιβάλουμε ότι πίσω από αυτές τις βιαιοπραγίες βρίσκονται οι Γαλλικές μυστικές υπηρεσίες και/ή οι διαδοχικοί σύμμαχοι και οι καβγάδες τους με άλλες μυστικές υπηρεσίες των κρατών της Μέσης Ανατολής.
Στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφερόμαστε για το ποιός είναι πίσω από κάθε βιαιοπραγία. Τα περιπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα που τις καθορίζουν στην τελική παραείναι πολύπλοκα. Αυτή η σύντομη (και καθόλου εξαντλημένη) εκτίμηση έχει σκοπό να βάλει μπροστά την άποψη ότι πίσω απ’ όλες τις αντι-τρομοκρατικές καμπάνιες, το κράτος κινεί τα νήματα, δίνοντας την έμπνευση ή οργανώνοντας “τρομοκρατικές” ενέργειες για να πετύχει τους στόχους που αναφέραμε ήδη και για να ενδυναμώσει την γενική κρατική τρομοκρατία, για να ξεκαθαρίσει ότι υπάρχει πλήρης και ολική συνάφεια μεταξύ αυτής της τρομοκρατίας και της κρατικής αντι-τρομοκρατίας, και ότι όλα αυτά είναι ενάντια στην προλεταριακή βία, που είναι το μόνο πραγματικό τελικό φρένο στην γενικευμένη τρομοκρατία της σημερινής κοινωνίας.
Αντιμέτωπη με την παρούσα τρομοκρατία του κράτους, με την τρομοκρατία όλων των υπάρχων κρατών, η κυρίαρχη πραγματικότητα ανάμεσα στους προλετάριους εξακολουθεί να είναι η εξατομίκευση, η παθητική ενατένιση των ενδοτρομοκρατικών θεαμάτων των εχθρών μας, με όλες τις αποκρουστικές και μακάβριες λεπτομέρειες, που οργανώνονται από τα διεθνή κανάλια επικοινωνίας και ηλιθιοποίησης. Φυσικά υπάρχουν και ηρωικές προλεταριακές ενέργειες που αναδεικνύουν μία μάχη εδώ, εκεί μία απεργία που ξεπερνάει κάθε προσδοκία και τρομοκρατεί το κεφάλαιο, υπάρχουν διάφορες βίαιες διαδηλώσεις που κάνουν επίθεση στην καρδιά του κράτους (καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, έγινε μία μεγάλη ξαφνική άνοδος του προλεταριακού αγώνα σε πολλές πόλεις της Αλγερίας), κτλ...Αλλά αυτές οι ενέργειες δεν έχουν συνέχεια, καμία κοινή προοπτική, κανένα σχέδιο συντονισμού. Επιπλέον, οι διάφοροι τομείς του διεθνούς προλεταριάτου που εμπλέκονται στον αγώνα το ένα μετά το άλλο, δεν αισθάνονται ακόμα ότι αναπτύσσουν έναν πόλεμο για τα ίδια συμφέροντα και ενάντια στους ίδιους εχθρούς (14) (δεν μιλάμε καν για μία τάξη με την συνείδηση του οικουμενικού της σχεδίου), και μετά από έναν αγώνα, επιστρέφουν στην συνηθισμένη κατάσταση εξατομίκευσης και αδυναμίας μπροστά στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δεν αμφιβάλουμε ότι αυτές οι εκρήξεις θα μεγαλώσουν και θα γίνουν πιο σημαντικές στο κοντινό μέλλον. Αλλά το πρόβλημα είναι, πως αυτή η διακοπτόμενη κοινότητα ενεργειών και αγώνων που περιστασιακά συμπίπτει, θα μετασχηματιστεί ποσοτικά και ποιοτικά σε μία κοινότητα ενεργειών και ηγεσίας με διεθνής προοπτικές, πως θα συντονιστεί και συγκεντρωθεί, πως θα εξασφαλίσουμε την συνέχεια, πως θα γεννήσει την αναγκαία ηγεσία, χωρίς την οποία θα πορευτούμε προς άλλη μία ήττα του κινήματος. Το καθήκον των επαναστατών αγωνιστών είναι να απαντήσουν επαρκώς και πρακτικά σε αυτή την γιγάντια ιστορική πρόκληση.